πλάνεμα

πλάνεμα
τό
1) введение в заблуждение; обман; 2) обольщение, совращение, соблазнение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλάνεμα" в других словарях:

  • πλάνεμα — το, Ν [πλανεύω] 1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα …   Dictionary of Greek

  • πλάνεμα — το, ατος η ενέργεια του πλανεύω, παραπλάνηση, αποπλάνηση, απάτη, ξεγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμπωμα — το (Μ κόμπωμα και κόμπωμαν) [κομπώνω] 1. απάτη, πλάνεμα 2. πονηριά, τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η απάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»